- ὑποπετρίδιος
- ὑποπετρίδιος, ον,A winged,
ὄνειροι Alcm.23.49
, cf. EM783.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄνειροι Alcm.23.49
, cf. EM783.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποπετριδίων — ὑποπετρίδιος winged masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)